- ακριτόμυθος
- ος , ον не умеющий держать язык за зубами, выбалтывающий секреты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακριτόμυθος — ο (Α ἀκριτόμυθος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που τού έχουν εμπιστευθεί αρχ. 1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα 2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + μυθος… … Dictionary of Greek
ἀκριτόμυθος — ἀκριτόμῡθος , ἀκριτόμυθος confusedly babbling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριτόμυθος — η, ο αυτός που μιλά αστόχαστα, που φανερώνει μυστικά από επιπολαιότητα: Τον ήξεραν όλοι για ακριτόμυθο, γι αυτό και δεν του λεγαν μυστικό τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριτομυθώ — (Μ ἀκριτομυθῶ έω) [ἀκριτόμυθος] νεοελλ. αποκαλύπτω μυστικό ή απόρρητα από επιπολαιότητα, είμαι ακριτόμυθος μσν. φλυαρώ ασυνάρτητα και απερίσκεπτα, μωρολογώ … Dictionary of Greek
ἀκριτόμυθον — ἀκριτόμῡθον , ἀκριτόμυθος confusedly babbling masc/fem acc sg ἀκριτόμῡθον , ἀκριτόμυθος confusedly babbling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… … Dictionary of Greek
ακριτοεπής — ές (Μ ἀκριτοεπής) ο ακριτόμυθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + επής < ἔπος ΠΑΡ. (νοελλ.) ακριτοέπεια] … Dictionary of Greek
ακριτομυθία — η (Μ ἀκριτομυθία) [ἀκριτόμυθος] νεοελλ. η μη φύλαξη απόρρητου εξαιτίας επιπολαιότητας ή ακρισίας μσν. φλυαρία, μωρολογία … Dictionary of Greek
κουφόγλωσσος — κουφόγλωσσος, ον (Α) αυτός που μιλά ασυλλόγιστα, ακριτόμυθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, ξενό γλωσσος] … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek